- τεθαμβημένος
- θαμβέωto be astoundedperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θαμβώ — (I) θαμβῶ, έω (Α) [θάμβος] 1. κατέχομαι από θάμβος, εκπλήττομαι, μένω έκθαμβος («oἱ δὲ ἰδόντες θάμβησαν», Ομ. Ιλ.) 2. εκπλήσσω κάποιον, κάνω κάποιον έκθαμβο («χείμαρροι ἀνομίας ἐθάμβησάν με», ΠΔ) 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) τεθαμβημένος, η, ον… … Dictionary of Greek